σμπαράλια, τα, ουσ. [πλ του σπάν. σμπαράλιο <ιταλ. sbaraglio (= σκόρπισμα)], τα θρύψαλα, τα συντρίμμια, τα κομμάτια· 
- γίνομαι σμπαράλια, α. γίνομαι θρύψαλα, συντρίμμια, κομμάτια: «έπεσε τ’ αυτοκίνητό μου σ’ έναν γκρεμό κι έγινε σμπαράλια || μου ’φυγε το βάζο απ’ τα χέρια κι έγινε σμπαράλια». β. γίνομαι ψυχικό ράκος: «τόσο πολύ του στοίχισε ο θάνατος του πατέρα του, που έγινε σμπαράλια»·
- έγιναν τα νεύρα μου σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- κάνω σμπαράλια (κάτι), καταστρέφω εντελώς κάτι, το διαλύω, το κάνω συντρίμμια, κομμάτια: «ο σεισμός έκανε σμπαράλια την πόλη». (Λαϊκό τραγούδι: τη Λάρισα τη γνώρισα σαν κούκλα στολισμένη, μα ο σεισμός την έκανε σμπαράλια την καημένη
- μου ’κανε τη ζωή σμπαράλια, βλ. λ. ζωή·  
- μου ’κανε τα νεύρα σμπαράλια, βλ. λ. νεύρο·
- τα κάνω σμπαράλια, α. σπάζω, καταστρέφω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό: «μπήκε σουρωμένος στο μαγαζί και τα ’κανε σμπαράλια». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το όλα. β. χαλώ, καταστρέφω μια δουλειά, υπόθεση, κατάσταση ή σχέση: «τον έβαλαν μεσολαβητή, για να μπορέσουν να πάρουν πιο εύκολα τη δουλειά, κι αυτός τα ’κανε σμπαράλια». (Λαϊκό τραγούδι: τους όρκους δε λογάριασες, μα φάνηκες μπαμπέσα· κι όλα σμπαράλια τα ’κανες σε έξι μέρες μέσα
- το κάνω σμπαράλια, χτυπώ βίαια από τα νεύρα μου κάποιο αντικείμενο και το κάνω θρύψαλα, συντρίμμια, κομμάτια: «έδωσε μια το παλιό ραδιόφωνο στον τοίχο και το ’κανε σμπαράλια»·
- τον κάνω σμπαράλια, α. τον κάνω ψυχικό ράκος: «ο θάνατος του πατέρα του τον έκανε σμπαράλια». β. τον σπάζω στο ξύλο, τον διαλύω, τον συντρίβω: «τον άρχισε στις γροθιές και τον έκανε σμπαράλια».